- χαρτωσιά
- η1. τα τραπουλόχαρτα που κερδίζουν στο χαρτοπαίγνιο, η μπάζα: Δεν έπιασε χαρτωσιά.2. φρ., «Μπροστά του δεν πιάνει χαρτωσιά», δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.